Τα εμβάσματα αλλοδαπής και η με αρ. 2128/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών

/
Ημερομηνία20 Σεπ 2016
/

Δημοσιεύτηκε σήμερα η πολύκροτη απόφαση με αριθμό 2128/2016 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αναφέρεται στη γνωστή υπόθεση της φορολόγησης των εμβασμάτων στην αλλοδαπή κατά την χρονιά που αυτά αποστελλόταν. Επειδή οι λεπτομέρειες της υπόθεσης είναι γνωστές στους αναγνώστες δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο, ειδικά όταν αυτές καλύπτουν τον χώρο του life style. Το θέμα είναι η πρακτική που εφαρμόζουν οι ελεγκτικές αρχές κατά τον προσδιορισμό αδήλωτων εισοδημάτων μέσω εμβασμάτων στην αλλοδαπή και κατά πόσον τελικά το κράτος «τιμωρεί» την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου εμείς αποφασίσαμε να είμαστε μέλη και κανείς δεν μας ανάγκασε,

Κατά τον υπολογισμό στα σχετικά φύλλα Excel των εμβασμάτων στην αλλοδαπή, με τη μέθοδο των τραπεζικών καταθέσεων των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, τα εμβάσματα αφαιρούνται από το σχηματισθέν κεφάλαιο παρελθόντων ετών κατά το έτος αποστολής τους. Στην πραγματικότητα όμως, τα ποσά αυτά δεν μπορούν να αφαιρούνται από το κεφάλαιο παρελθόντων ετών, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται των τραπεζικών καταθέσεων και σε κάθε περίπτωση, αν το έμβασμα καλύπτεται από τη διαφορά μεταξύ σχηματισθέντος κεφαλαίου και τραπεζικών υπολοίπων, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ως μη δηλωθέντα εισοδήματα, επειδή αυτά και έχουν δηλωθεί και έχουν φορολογηθεί στα προηγούμενα χρόνια. Αν συνέβαινε το αντίθετο, η διαφορά θα εμφανιζόταν σε κάθε ελεγχόμενο έτος και συνεπώς δεν θα αθροιζόταν κατά τον χρόνο του εμβάσματος. Επειδή όμως αυτό δεν συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων, η φορολογική αρχή έρχεται και αφαιρεί το έμβασμα κατά το έτος αποστολή τους, από το σχηματισθέν κεφάλαιο και την τυχών αρνητική διαφορά την καταλογίζει σε βάρος του ελεγχόμενου, ως προσαύξηση περιουσίας παρελθόντων ετών (χωρίς να προσδιορίζει ποια) το συγκεκριμένο έτος αποστολής του εμβάσματος.

Για να γίνουν κατανοητά όλα τα παραπάνω, επισυνάπτουμε έναν πίνακα από έλεγχο που πραγματοποίησε ελεγκτική υπηρεσία, όπου ο ελεγχόμενος, ενώ είχε κατά το φορολογικό έτος 2010 υπόλοιπο κεφαλαίου 754.309,86 ευρώ, το 2011 απέστειλε έμβασμα στην αλλοδαπή ύψους 840.900 ευρώ και του καταλογίσθηκε το ποσό του αρνητικού πλέον κεφαλαίου. Φυσικά, η λανθασμένη παραδοχή της φορολογικής αρχής είναι εμφανής, επειδή το ποσό του εμβάσματος δεν μειώνει το σχηματισθέν κεφάλαιο επειδή το τραπεζικό μέσο δεν αποτελεί εισόδημα, αλλά το υπόλοιπο καταθέσεων, στο μέτρο που ενώ θα υπήρχε εκροή με τραπεζικό μέσο, το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού θα έμενε το ίδιο, ή σε κάθε περίπτωση δεν θα μειωνόταν ισόποσα με το έμβασμα.

Σημειώνεται ότι επειδή αναφύονταν διάφορα προβλήματα σχετικά με τον έλεγχο των εμβασμάτων, με βάση την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1033/21.2.2013, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων εξέδωσε νεότερη ερμηνευτική εγκύκλιο με αριθμό ΠΟΛ. 1228/15.10.2014 και με θέμα την «Παροχή πρόσθετων οδηγιών στο πλαίσιο χειρισμού των υποθέσεων φορολογουμένων που αποστέλλουν εμβάσματα στο εξωτερικό κατά τα έτη 2009-2011». Ειδικότερα με την προαναφερθείσα εγκύκλιος διαταγή αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι:

«…Σημειώνεται ότι με την παράγραφο 3 του άρθρου 48 του ν.2238/1994 προβλέπεται ότι φορολογείται η προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και όχι η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας που δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της.

Με την με αριθμό 2128/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ορίζεται πως:

«Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του. Συνεπώς, κρίσιμος είναι, κατ’ αρχήν, όχι ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, με αφορμή το οποίο έγινε ο έλεγχος και διαπιστώθηκε η περιουσιακή προσαύξηση, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του. Η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής η οποία φορολογεί το (άγνωστης πηγής ή αιτίας) ποσό τραπεζικού λογαριασμού, που τροφοδότησε έμβασμα, ως εισόδημα της χρήσης/διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκε το έμβασμα, χωρίς να εξετάζεται ο κατά τα προεκτεθέντα κρίσιμος χρόνος της επέλευσης της αντίστοιχης περιουσιακής προσαύξησης, αιτιολογείται (κατ’ αρχήν) ελλιπώς, η πλημμέλεια όμως αυτή δεν άγει κατ’ ανάγκη στην ακύρωση της πράξης από το διοικητικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται επί ένδικης προσφυγής κατά του κύρους της»

Φυσικά, η συγκεκριμένη απόφαση έρχεται να επιβεβαιώσει τα αναγραφόμενα από εμάς, δεδομένου ότι το ετήσιο διαθέσιμο κεφάλαιο προκύπτει μέσα από υπολογισμούς σχετικών υπολογιστικών φύλλων, τυχόν αδικαιολόγητη αύξηση περιουσίας, θα εμφανιζόταν το επίμαχο έτος, ως διαφορά μεταξύ θετικού υπολοίπου του έτους αυτού και της αντίστοιχης αύξησης των καταθέσεων. Από την στιγμή που κάτι τέτοιο δεν προέκυψε, η αποστολή εμβάσματος η οποία μάλιστα καλύπτεται και από το υπόλοιπο των καταθέσεων του ελεγχόμενου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσαύξηση του εισοδήματός του από άγνωστες πηγές, αλλά πρόκειται απλώς περί αφαίρεση ανύπαρκτης δαπάνης, βαπτίζοντας ένα τραπεζικό μέσο ως εν τοις πράγμασι δαπάνη. Συνεπώς, η ελεγκτική αρχή, θα πρέπει να ανατρέξει στο σύνολο των ελεγχόμενων ετών και να προσδιορίσει σε ποια από αυτά υφίστανται αδήλωτα εισοδήματα, φορολογικά έτη και για τα οποία θα πρέπει να εκδώσει οριστικές πράξεις προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.

 

Πηγή: www.e-forologia.gr

Αφήστε μια απάντηση