Εκπίπτει ο Φ.Π.Α. και για αγορές από ανύπαρκτους επιχειρηματίες, υπό προϋποθέσεις

/
Ημερομηνία27 Οκτ 2015
/

Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο σε απάντηση προδικαστικού ερωτήματος, γνωμοδότησε ότι υποκείμενος στο φόρο έχει δικαίωμα να εκπέσει το το ΦΠΑ αγαθών που έχει προμηθευτεί από ανύπαρκτο επιχειρηματία, εφόσον βεβαίως ο υποκείμενος τελεί καλή την πίστη και δεν γνωρίζει ότι η συναλλαγή αυτή είναι εικονική, είναι εν γνώση της δηλαδή, ότι ο επιχειρηματίας από τον οποίο προμηθεύτηκε τα αγαθά είναι ανύπαρκτος

Απόφαση στην υπόθεση C‑277/14

Ιστορικό και ερωτήματα

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17 Κατά τη διάρκεια του 2004, η PPUH Stehcemp προέβη σε πλείονες αγορές καυσίμων ντίζελ τα οποία χρησιμοποίησε στο πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητάς της. Τα τιμολόγια τα οποία αφορούσαν τις εν λόγω αγορές καυσίμων εκδόθηκαν από τη Finnet sp. z o.o. (στο εξής: Finnet). Η PPUH Stehcemp εξέπεσε τον ΦΠΑ που κατέβαλε για τις εν λόγω αγορές καυσίμων.

18 Κατόπιν φορολογικού ελέγχου, η φορολογική διοίκηση αρνήθηκε, με απόφαση της 5ης Απριλίου 2012, να της αναγνωρίσει το δικαίωμα εκπτώσεως του εν λόγω ΦΠΑ, με την αιτιολογία ότι τα τιμολόγια που αφορούσαν τις εν λόγω αγορές καυσίμων είχαν εκδοθεί από ανύπαρκτο επιχειρηματία.

19 Ο διευθυντής της φορολογικής αρχής του Łódź επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή, με απόφαση της 29ης Μαΐου 2012, με την αιτιολογία ότι η Finnet έπρεπε να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπονται στην υπουργική απόφαση της 27ης Απριλίου 2004, ως ανύπαρκτος επιχειρηματίας που δεν μπορεί να προβαίνει σε παραδόσεις αγαθών. Η διαπίστωση περί της ανυπαρξίας της Finnet στηριζόταν σε ένα σύνολο στοιχείων, ιδίως στο ότι η εταιρία αυτή δεν ήταν καταχωρισμένη στα μητρώα ΦΠΑ, δεν υπέβαλλε φορολογική δήλωση και δεν κατέβαλλε φόρους. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρία δεν δημοσίευε τους ετήσιους λογαριασμούς της και δεν είχε άδεια πωλήσεως υγρών καυσίμων. Το ακίνητο που αναγραφόταν ως έδρα της στο εμπορικό μητρώο ήταν ετοιμόρροπο και καθιστούσε αδύνατη την άσκηση κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Τέλος, κάθε προσπάθεια επαφής με τη Finnet ή με το πρόσωπο που αναγραφόταν στο εμπορικό μητρώο ως διευθυντής της απέβη άκαρπη.

20 Η PPUH Stehcemp άσκησε προσφυγή ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Łodzi κατά της αποφάσεως του διευθυντή της φορολογικής αρχής του Łódź της 29ης Μαΐου 2012. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η Finnet ήταν ανύπαρκτος επιχειρηματίας κατά τον χρόνο των επιμάχων στην κύρια δίκη πράξεων και ότι η PPUH Stehcemp δεν επέδειξε εύλογη επιμέλεια, παραλείποντας να ελέγξει αν οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν στο πλαίσιο απάτης.

21 Η PPUH Stehcemp άσκησε αναίρεση ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny, προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 86, παράγραφοι 1 και 2, σημείο 1, στοιχείο a, του νόμου περί ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας.

22 Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η PPUH Stehcemp υποστηρίζει ότι αντιβαίνει στην αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ η μη αναγνώριση σε καλόπιστο ιδιώτη του δικαιώματος εκπτώσεως. Η εταιρία αυτή έλαβε από τη Finnet έγγραφα καταχωρίσεως στο μητρώο αποδεικνύοντα ότι η εταιρία αυτή ήταν επιχειρηματίας ασκών νομίμως δραστηριότητα, ήτοι απόσπασμα του εμπορικού μητρώου, χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου και βεβαίωση χορηγήσεως αριθμού εθνικού στατιστικού μητρώου.

23 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη σπουδαιότητα την οποία προσδίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στην καλή πίστη του υποκειμένου στον φόρο όσον αφορά το δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Optigen κ.λπ., C‑354/03, C‑355/03 και C‑484/03, EU:C:2006:16, Kittel και Recolta Recycling, C‑439/04 και C‑440/04, EU:C:2006:446, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, Tóth, C‑324/11, EU:C:2012:549, καθώς και διατάξεις Forvards V, C‑563/11, EU:C:2013:125, και Jagiełło, C‑33/13, EU:C:2014:184). Φρονεί ότι η καλή πίστη του υποκειμένου στον φόρο δεν παρέχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ αν δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος αυτού. Μεταξύ άλλων, διερωτάται αν η απόκτηση αγαθών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παράδοση αγαθών, όταν στα σχετικά με την πράξη αυτή τιμολόγια αναγράφεται ανύπαρκτος επιχειρηματίας και είναι αδύνατο να προσδιορισθεί η ταυτότητα του πραγματικού προμηθευτή των επιμάχων αγαθών. Πράγματι, ένας ανύπαρκτος επιχειρηματίας δεν μπορεί ούτε να μεταβιβάσει την εξουσία να διαθέτει κανείς εμπορεύματα ως κύριος ούτε να εισπράττει πληρωμή. Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε οι φορολογικές αρχές έχουν φορολογική απαίτηση της οποίας την καταβολή να δύνανται να αξιώσουν, οπότε δεν υπάρχει οφειλόμενος φόρος.

24 Κατόπιν των ανωτέρω, το Naczelny Sąd Administracyjny αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν τα άρθρα 2, σημείο 1, 4, παράγραφοι 1 και 2, 5, παράγραφος 1, καθώς και 10, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας […] την έννοια ότι συνιστά παράδοση αγαθών η πράξη η οποία διενεργήθηκε υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, στο πλαίσιο των οποίων ούτε ο υποκείμενος στον φόρο ούτε οι φορολογικές αρχές είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του πραγματικού προμηθευτή των αγαθών;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχουν τα άρθρα 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, 18, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, καθώς και 22, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις κατά τις οποίες, υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορεί να εκπέσει τον φόρο επί των εισροών, επειδή το τιμολόγιο εκδόθηκε από πρόσωπο το οποίο δεν είναι ο πραγματικός προμηθευτής του αγαθού και δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ταυτότητα του πραγματικού προμηθευτή του αγαθού και να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει τον φόρο ή να κατονομάσει το πρόσωπο το οποίο έχει τη σχετική υποχρέωση, βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της έκτης οδηγίας, λόγω της εκδόσεως του τιμολογίου;»

Το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Οι διατάξεις της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/38/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν αναγνωρίζει σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα να εκπέσει τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα φόρο προστιθεμένης αξίας για τα αγαθά που του παραδόθηκαν, λόγω του ότι το τιμολόγιο έχει εκδοθεί από επιχειρηματία ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπει η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, ως ανύπαρκτος επιχειρηματίας και λόγω του ότι είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του πραγματικού προμηθευτή των αγαθών, εκτός αν έχει αποδειχθεί, με βάση αντικειμενικά στοιχεία και χωρίς να απαιτείται από τον υποκείμενο στον φόρο να προβεί σε ελέγχους τους οποίους δεν οφείλει να διενεργήσει, ότι ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η παράδοση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο φοροδιαφυγής ως προς τον φόρο προστιθεμένης αξίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

Πηγή: www.taxheaven.gr

Αφήστε μια απάντηση