Δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Πόθεν έσχες)

/
Ημερομηνία30 Σεπ 2013
/

Υπόχρεοι σε δήλωση και ημερομηνία υποβολής  (άρθρο 1 του νόμου 3213/2003)

1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:
α. Ο Πρωθυπουργός.
β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
γ. Οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί.
δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές.
ε. Όσοι διαχειρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 του N. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α΄), τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων.
στ. Οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής, ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, οι γενικοί γραμματείς περιφερειών, καθώς και οι υπάλληλοι ή σύμβουλοι ειδικών θέσεων και οι μετακλητοί υπάλληλοι, οι οποίοι διορίζονται με πράξη μονομελούς ή συλλογικού κυβερνητικού οργάνου.
ζ. οι περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, οι πρόεδροι των περιφερειακών συμβουλίων, οι γενικοί γραμματείς αποκεντρωμένης διοίκησης, καθώς και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της περιφέρειας.
η. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι και τα μέλη των δημαρχιακών επιτροπών, καθώς και οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων δήμων, κοινοτήτων και δήμων και κοινοτήτων.
θ. Οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι γενικοί διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
ι. Οι πρόεδροι και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων διαγωνισμών για τις προμήθειες των κρατικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, των δημόσιων επιχειρήσεων και των δημόσιων οργανισμών, εφόσον υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, καθώς επίσης οι Γενικοί Διευθυντές και Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικών Προμηθειών και οι κατέχοντες αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν ο πρόεδρος και τα μέλη των επιτροπών διενέργειας και αξιολόγησης αποτελεσμάτων διαγωνισμών παροχής υπηρεσιών, στους ανωτέρω φορείς και υπό τον ίδιο περιορισμό ποσού, καθώς και οι πρόεδροι και τα μέλη των επιτροπών διαγωνισμού και εισηγήσεων ανάθεσης έργων των φορέων, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του N. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α΄) και του π.δ. 609/1985 (ΦΕΚ 223 Α΄), εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
ια. Οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί, καθώς επίσης τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ιβ. Οι πρόεδροι, οι διοικητές, οι υποδιοικητές και οι γενικοί διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων.
ιγ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδεια λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών.
ιδ. Οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας.
ιε. Οι δημοσιογράφοι μέλη των οικείων ενώσεων συντακτών, καθώς και όσοι παρέχουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων ή σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης με σύμβαση εργασίας ή έργου.
ιστ. Οι ιατροί Διευθυντές που υπηρετούν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και μεταφέρονται στον ΕΟΠΥΥ.
ιζ. Τα μέλη και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Οι ιατροί Διευθυντές και Συντονιστές Διευθυντές που υπηρετούν στα Νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας του Ε.Σ.Υ. καθώς και σε πανεπιστημιακές κλινικές.

2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός τους. Επίσης, η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο την 30ή Ιουνίου κάθε έτους. Ειδικά για το έτος πρώτης εφαρμογής του ν. 4065/2012, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου παρεκτείνεται μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου 2013.

Ειδικά για το για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) η ημερομηνία δήλωσης περιουσιακής κατάστασης παρατείνεται μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου 2013. (σχετική Αρ. πρωτ.: 13597/1.7.2013 Έλεγχος ετησίων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2013 (χρήση 2012)
β. Πράξη νομοθετικού περιεχομένου ΦΕΚ 154/28-6-2013 Τεύχος Πρώτο)

3. Το Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή του άρθρου 21 του N. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α΄) ή στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσεται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, από τον αρμόδιο υπουργό, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄, θ΄, ι΄, ια΄, από τους γενικούς γραμματείς περιφερειών για τα πρόσωπα των περιπτώσεων ζ΄ και η΄, από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης του πιστωτικού ιδρύματος για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτωση ιβ΄ και από τον πρόεδρο της οικείας ένωσης για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄.

4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου στις περιπτώσεις στ΄ έως και ιε΄ της παρ. 1 επιλύονται με πράξη της Γ΄ Μονάδας της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, του παρόντος άρθρου, κατάσταση υποχρέων.

Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 2 νόμου 3213/2003)

1.α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται, ιδίως:
i. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις.
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα.
v. Tα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
vi. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση.
β.i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα.
ii. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα των οικείων παραστατικών.
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωση τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου συνοδεύεται από αντίγραφο της φορολογικής του δήλωσης για το προηγούμενο οικονομικό έτος και αντίγραφο του τελευταίου Εντύπου Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ.
δ.Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας.

2.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτόν. Μετά την ηλεκτρονική επεξεργασία, πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, και, ιδίως:
α) η συνολική αξία των ακινήτων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με το σύστημα των αντικειμενικών αξιών και όπου τούτο δεν ισχύει, ακόμη προσδιορίζεται από την αξία και τη χρονολογία κτήσεως που τυχόν αναφέρονται στον οικείο τίτλο,
β) το συνολικό ποσό σε ευρώ (€) των κάθε μορφής καταθέσεων που διατηρούνται σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα,
γ) η συνολική αξία των μετοχών, μεριδίων ή συμμετοχών σε ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, των ομολόγων και λοιπών χρεωστικών τίτλων κάθε είδους, των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων κάθε είδους, και εν γένει οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου,
δ) η συνολική αξία των πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, των κάθε χρήσης οχημάτων. Για τα περιουσιακά στοιχεία των περιπτώσεων β’, γ’ και δ’ αναγράφεται η αξία και η χρονολογία κτήσης.
β. Το περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, αναφορικά με τον τρόπο αναλυτικής παράθεσης των περιουσιακών στοιχείων για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’, της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (A’ 146), όπως ισχύει, ο οποίος καθορίζει τη μορφή, τον τύπο, τα προς δημοσίευση στοιχεία, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η δημοσίευση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται πέραν της προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης από το άρθρο 7 παρ. 2 έξι (6) μηνών τουλάχιστον και με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρις 100.000 ευρώ.

4. Αντίγραφα δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στη Γ’ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, διαβιβάζονται στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζονται τα σχετικά με την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του προηγούμενου εδαφίου.

5.α) Για τη διασφάλιση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και εν όψει της σημασίας της αντίστοιχης συμμετοχής του καθενός στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και για τη διευκόλυνση του ελέγχου της δήλωσης τους, οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής, καθώς και οι σύζυγοί τους και αμφότεροι για τα ανήλικα τέκνα τους:
αα) Δύνανται να συνυποβάλλουν ειδική δήλωση του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3213/2003 έχει παραλειφθεί. Η παραίτηση μου αυτή ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομα του ή στο όνομα μου. Η παραίτηση μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου προς το Δημόσιο και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Παρέχω, επίσης, την ειδική και ανέκκλητη πληρεξουσιότητα και εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε περίπτωση παράλειψης ή ανακριβούς ή αναληθούς δήλωσης και ειδικώς για περιουσιακό στοιχείο όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 που βρίσκεται στην αλλοδαπή, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες, κατά το ελληνικό και αλλοδαπό δίκαιο, διατυπώσεις, περιγραφές και διαδικασίες για τη μεταβίβαση του περιουσιακού αυτού στοιχείου στο Δημόσιο.
Ζητώ από έκαστο και από όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα οποιασδήποτε χώρας της αλλοδαπής να μου γνωστοποιήσουν εγγράφως εάν αναφέρομαι ως κύριος ή καταπιστευματικός κύριος ή πληρεξούσιος ή δικαιούχος υπογραφής σε τραπεζικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής ή σε επενδυτικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ειδικότερης ονοματολογίας (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού προϊόντος) ή ως εκπρόσωπος ή καταπιστευματικός κύριος ή πληρεξούσιος ή δικαιούχος υπογραφής αντίστοιχου λογαριασμού νομικού προσώπου ή άλλης οντότητας, ο οποίος λογαριασμός να τηρείται στο ως άνω ίδρυμα. Σε περίπτωση καταφατικής αναφοράς παρακαλώ να μου γνωρίσετε εγγράφως το ύψος του οικείου λογαριασμού και την κίνηση αυτού της τελευταίας πενταετίας μέχρι και της ημέρας παραλαβής του παρόντος αιτήματος μου και να μου χορηγήσετε αντίγραφο των μεταξύ μας σχετικών συμβάσεων και των σχετικών με αυτές άλλων εγγράφων και στοιχείων.
Παρακαλώ η σχετική γνωστοποίηση και τα αντίγραφα να αποσταλούν με αποκλειστικά δικές μου δαπάνες τόσο σε εμένα στην ανωτέρω διεύθυνση μου όσο και στη Βουλή των Ελλήνων, Πλατεία Συντάγματος, 10021, Αθήνα, καθώς επίσης στον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας που εδρεύει στην Αθήνα.
Περαιτέρω, παρέχω ανεκκλήτως στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου των Οικονομικών Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών και στον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας την εντολή και πληρεξουσιότητα όπως αμφότεροι από κοινού ή χωριστά οιοσδήποτε εξ αυτών, όταν το κρίνει σκόπιμο, διαβιβάσουν στο όνομα και για λογαριασμό μου την παρούσα αίτηση στη Διεθνή Ενωση Τραπεζών για τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα στα οποία απευθύνεται και είναι μέλη της, καθώς και ατομικώς σε οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα οποιασδήποτε χώρας, καθώς και να παραλάβουν κάθε σχετική απάντηση ή έγγραφο.
Δηλώνω ρητώς ότι παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα και εν γένει προστασία που μου παρέχει οποιοσδήποτε νόμος ως προς το απόρρητο των οικείων στοιχείων, καθώς και από κάθε ρήτρα εμπιστευτικότητας και ότι παραιτούμαι από κάθε τυχόν απαίτησή μου έναντι εκάστου πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος για τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί σε συμμόρφωση με το ανωτέρω αίτημα μου.»
αβ) Σε περίπτωση που δεν συνυποβάλλουν την ανωτέρω υπό στοιχείο αα) ειδική δήλωση, υποχρεούνται να παρέχουν ειδική και ανέκκλητη εξουσιοδότηση και πληρεξουσιότητα, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που συντάσσεται ατελώς, με την οποία θα εξουσιοδοτούν τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου των Οικονομικών Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών και τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως ειδικοί τους πληρεξούσιοι, αμφότεροι από κοινού ή χωριστά, να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους για κάθε περιουσιακό στοιχείο, το οποίο τους ανήκει κατά κυριότητα ή κατά χρήση είτε αυτό βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά τους, από ξένες δημόσιες αρχές, τραπεζικά, πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, νομικά ή φυσικά πρόσωπα. Να ζητούν από έκαστο και από όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα οποιασδήποτε χώρας της αλλοδαπής να τους γνωστοποιούν εγγράφως εάν οι υπόχρεοι αναφέρονται ως κύριοι ή καταπιστευματικοί κύριοι ή πληρεξούσιοι ή δικαιούχοι υπογραφής σε τραπεζικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής ή σε επενδυτικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ειδικότερης ονοματολογίας (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού προϊόντος) ή ως εκπρόσωποι ή καταπιστευματικοί κύριοι ή πληρεξούσιοι ή δικαιούχοι υπογραφής αντίστοιχου λογαριασμού νομικού προσώπου ή άλλης οντότητας, ο οποίος λογαριασμός να τηρείται στο ως άνω ίδρυμα. Σε περίπτωση καταφατικής αναφοράς να ζητούν εγγράφως το ύψος του οικείου λογαριασμού και την κίνηση αυτού της τελευταίας πενταετίας μέχρι και της ημέρας παραλαβής του σχετικού αιτήματος και να ζητούν τη χορήγηση αντιγράφων των μεταξύ των μερών σχετικών συμβάσεων και των σχετικών με αυτές άλλων εγγράφων και στοιχείων.
Οι υπόχρεοι ταυτοχρόνως δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα και εν γένει προστασία που τους παρέχει οποιοσδήποτε νόμος ως προς το απόρρητο των οικείων στοιχείων, καθώς και από κάθε ρήτρα εμπιστευτικότητας και ότι παραιτούνται από κάθε τυχόν απαίτησή τους έναντι εκάστου πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος για τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί ο ειδικός πληρεξούσιος σε συμμόρφωση με την εντολή αυτή και την πληρεξουσιότητα που παρέχει.
β) Η απόκτηση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου αυτό απαιτείται. Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη.
γ) Η παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία αποδεδειγμένα γνωστοποιούνται στον Υπουργό με οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος, αν τούτο οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Η πράξη αποδοχής του Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ) Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το Ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των παραλειφθεισών καταθέσεων το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου Ελληνικού Δημοσίου, οποιοδήποτε δίκαιο και αν διέπει τους εν λόγω λογαριασμούς.
Για τη μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατόν για την παράλειψή του τον παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι η μη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης δεν οφείλεται σε δόλο, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης του παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται παρά για μία και μόνο δικάσιμο εντός (3) τριών μηνών από την επομένη της αναβολής.
ζ) Οι ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις A’ έως και ε’ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, περιλαμβανομένης της εκ του νόμου υποχρέωσης εχεμύθειας οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου, εάν στην περίπτωση αυτή κρίνεται τούτο αναγκαίο από την κατά το άρθρο 7 του ν. 3213/2003 Επιτροπή, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλλει είτε στη γνωστοποίηση στην κατ’ άρθρο 21 του ν. 3023/2002 Επιτροπή ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή, ότι υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, κατά τον παρόντα νόμο, δεν περιέλαβε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο σε αυτή είτε στην αποκάλυψη ότι περιουσιακό στοιχείο που δηλώθηκε είναι μη νόμιμης προέλευσης, απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του έναντι του υπόχρεου, σχετικές με το, δηλωθέν ή μη, περιουσιακό στοιχείο. Σε περίπτωση, όμως, που δεν συνέτρεξε ή δεν συντρέχει ποινική ευθύνη του σε σχέση με το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο, έχει τα δικαιώματα του ευρέτη και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1086 και 1087 Α.Κ.

6. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως και προ πάσης κίνησης εις βάρος του οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής.


Όργανα και διαδικασία ελέγχου (άρθρο 2 νόμου 3213/2003)

1.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 21 του N. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α΄).
β.i. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων.
ii. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων.
γ.i. Η Επιτροπή συγκαλείται ειδικά για τον έλεγχο των δηλώσεων με απόφαση του προέδρου της, μετά την περάτωση του ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, κατά την πρόβλεψη της παρ. 6 του άρθρου 21 του N. 3023/2002.
ii. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της.

2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008.

3. Κατά την έρευνα που διεξάγεται από την Επιτροπή της παραγράφου 1, τόσο η ίδια όσο και οι ορκωτοί ελεγκτές προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου νόμιμη ενέργεια.
Μπορούν ιδίως: α) να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν αντιστοίχως, την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους και β) να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά την έρευνα αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο.

4. Μετά το πέρας του ελέγχου από την Επιτροπή της παραγράφου 1, αν δεν διαπιστωθεί παράβαση και η δήλωση κριθεί ειλικρινής, συντάσσεται στο σώμα της πράξη του διενεργήσαντος τον έλεγχο και τίθεται στο αρχείο. Εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου και συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του παρόντος νόμου, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο.
Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή.
Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης α’ της παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται και στην αρχή αυτή.

5. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η Επιτροπή της παραγράφου 1, δια του προέδρου της, μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί, με απόφαση του προέδρου της, για ισόχρονο διάστημα.

6. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να ζητά από την Επιτροπή της παραγράφου 2 να διενεργεί έλεγχο σε συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 1, όταν υπάρχει σε βάρος τους επώνυμη καταγγελία, η οποία υποβάλλεται απευθείας στον Υπουργό από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή από Ανεξάρτητες Αρχές ή από ελεγκτικά σώματα της δημόσιας διοίκησης ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιοποιούνται στοιχεία σε βάρος τους. Όταν η διεξαγωγή του ελέγχου στηρίζεται σε προηγούμενη καταγγελία, τηρείται η ανωνυμία του καταγγέλλοντος.

7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.

Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης (άρθρο 6 νόμου 3213/2003)

1. Υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

2. Ο υπαίτιος των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.

3. Αν οι πράξεις της παραγράφου 1 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Όμως το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.

4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.

5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Παρακώλυση ελέγχου – Μη σύννομη δημοσίευση δήλωσης (άρθρο 7 νόμου 3213/2003)

1. Τρίτος, ο οποίος αρνείται την παροχή στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και όποιος παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου προσώπου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος δημοσιεύει τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου ή υπόχρεων προσώπων με τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2.

3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης, όποιος, παρ’ ότι είναι υπεύθυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για τη σύνταξη και διαβίβαση καταλόγου των υπόχρεων προσώπων των περιπτώσεων ζ΄, η΄, ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει τη σύνταξη και διαβίβαση του καταλόγου αυτού.

Συμμετοχή σε εξωχώρια εταιρεία (άρθρο 7 νόμου 3213/2003)

1. Στα μέλη της Κυβέρνησης, στους Υφυπουργούς, στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στον γενικό γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, στους γενικούς και ειδικούς γραμματείς Υπουργείων, στους γενικούς γραμματείς περιφερειών, στους προέδρους των διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, στους νομάρχες και τους δημάρχους, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, στους προέδρους, διοικητές, υποδιοικητές και γενικούς διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, που ελέγχονται από το κράτος, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι είτε με παρένθετα πρόσωπα στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εξωχώριων εταιρειών.

2. Η κατά παράβαση της παραγράφου 1 άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε εξωχώρια εταιρεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 11 νόμου 3213/2003)

1. Όταν η τακτική ανάκριση αφορά κάποιο από τα αδικήματα των άρθρων 4, 5, 6 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 8, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να υπαχθούν σε δήμευση σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 9. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορούμενου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας, επιδίδεται και στον τρίτο.

2. Η απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.

3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον προϊστάμενο του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

4. Ο κατηγορούμενος, σε βάρος του οποίου διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή στον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν τις διάταξης ή του βουλεύματος. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, αν προκύψουν νέα στοιχεία.

Πηγή : Taxheaven

 

Αφήστε μια απάντηση