Άρειος Πάγος 499/2016 Ποιος είναι ο εργοδότης στην εξαρτημένη εργασία – Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Αν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης

/
Ημερομηνία18 Ιαν 2017
/

Άρειος Πάγος 499/2016
Ποιος είναι ο εργοδότης στην εξαρτημένη εργασία – Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Αν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης

Περίληψη

Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του. Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Αν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί.

ΑΠ  499/2016    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Λ. του Χ., κατοίκου …, 2) Ε. Λ. του Ι., κατοίκου …, 3) Α. Κ. του Ν., κατοίκου … και 4) Δ. Κ. του Θ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο που ανακάλεσε τη δήλωσή του για παράσταση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Β. του Β., 2) Δ. Π. του Γ. και 3) Σ. Π. του Γ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διαμαντή Σταματίου και κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-2-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1290/2007 του ίδιου δικαστηρίου και 3728/2008 του Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 15-9-2008 αίτησή τους.

Εκδόθηκε η 938/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο.

Εκδόθηκε η 1662/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 5-7-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Μαχαίρας ανέγνωσε την από 5-11-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 Α.Κ. προκύπτει ότι στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του. Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Αν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (ΑΠ 873/2009). Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 519/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Η πρώτη εναγόμενη [ήδη μη διάδικος] ανώνυμη εταιρεία συνεστήθη για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του έτους 2003, καταχωρήθηκε στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών στις 16-1-2003 (ΦΕΚ 874/31-1-2003), έχει έδρα το δήμο Καρλοβασίου Σάμου και σκοπό μεταξύ άλλων τη με σκοπό κέρδους, δυνάμει συμβάσεων έργου, εντολής, μισθώσεως κλπ. και για λογαριασμό τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων προετοιμασία, υποστήριξη και διαφήμιση εκδηλώσεων τέχνης, πολιτισμού και λόγου, όπως θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και μουσικών εκδηλώσεων εν γένει. Το διοικητικό της συμβούλιο αποτελείται από τρία μέλη, τους Κ. Π. [μη διάδικο], Σ. Π. (τέταρτο εναγόμενο) [ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο] και Δ. Π. (τρίτο εναγόμενο) [ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο], οι οποίοι είναι αδέλφια. Ο δεύτερος εναγόμενος [ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος] (Ν. Β.), μόνιμος αξιωματικός της αεροπορίας, είναι σύζυγος της Κ. Π.. Οι ενάγοντες [ήδη αναιρεσείοντες] είναι τραγουδιστές στο επάγγελμα και κατόπιν προφορικής συμφωνίας, που έγινε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 2004 με τον μουσικό Κ. Γ., στον οποίο η εναγομένη εταιρεία δια των εκπροσώπων της είχε αναθέσει τη διεύθυνση της μουσικής σκηνής και ενεργούσε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της, συμφώνησαν να απασχοληθούν στο κατάστημα της εναγομένης στο Καρλόβασι της Σάμου κατά τη χειμερινή περίοδο, που θα άρχιζε στις 26 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Έτσι ταξίδεψαν με έξοδα της τελευταίας και εμφανίσθηκαν για να εργασθούν στο κατάστημά της στο Καρλόβασι Σάμου μετά από μουσικές δοκιμές (πρόβες) που πραγματοποίησαν στην Αθήνα και συνέχισαν στη Σάμο. Κατά την εμφάνισή τους στη Σάμο υπόγραψαν και τις συμβάσεις εργασίας τους με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται σε αυτές. Ειδικότερα συμφώνησαν ότι θα εργάζονταν οι τρεις πρώτοι από 26-10-2004 και ο τέταρτος από 27-1-2005 ως τραγουδιστές στο κέντρο διασκεδάσεως-μουσική σκηνή “…” επί 3 ημέρες κάθε εβδομάδα, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο από ώρα 00.01 έως 05.00 πρωινή με ημερομίσθιο 200 ευρώ ο πρώτος, 150 η δεύτερη και 300 ευρώ η τρίτη από 26-10-2004 έως 13-1-2005 και στη συνέχεια από 14-1-2005 το ημερομίσθιο ορίσθηκε σε 275 ευρώ του πρώτου, 175 ευρώ της δεύτερης, 400 ευρώ της τρίτης, ενώ ο τέταρτος θα εργαζόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο αντί ημερομισθίου 200 ευρώ. Χρόνος λήξεως των συμβάσεών τους αρχικά ορίσθηκε η 7-5-2005 και του τελευταίου η 30-4-2005. Στη συνέχεια όμως, επειδή η προσέλευση πελατών δεν ήταν η αναμενόμενη, στις 21-1-2005 τροποποίησαν την αρχική συμφωνία, οι ημέρες απασχόλησης μειώθηκαν από τρεις σε δύο εβδομαδιαίως και χρόνος λήξης των συμβάσεών τους ορίσθηκε η 31-3-2005. Αυτά προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν και ιδίως από τις συμβάσεις εργασίας, αρχικές και τροποποιητικές, που προσκομίζονται. Όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες ότι πλανήθηκαν και υπέγραψαν τις έγγραφες συμφωνίες πιστεύοντας ότι είναι έγγραφα του ΟΑΕΔ δεν κρίνονται πειστικά, καθότι πρόκειται για έμπειρους επαγγελματίες, για τους οποίους δεν δικαιολογείται η ομαδική εξαπάτηση που επικαλούνται.

Συνεπώς όσα αναφέρονται σε αυτές ήσαν εν γνώσει τους, όπως εν γνώσει τους και με τη θέλησή τους ήταν η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας που προέβλεπε ως χρόνο λήξης των συμβάσεών τους την 7-5-2005, με νέα που προέβλεπε ως χρόνο λήξης αυτών την 31-3-2005. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι εργοδότρια των εναγόντων ήταν η πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία είχε συσταθεί με σκοπό την επιχειρηματική εκμετάλλευση μουσικών εκδηλώσεων με σκοπό το κέρδος, οι δε τρίτος και τέταρτος των εναγομένων ήσαν μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, ενώ από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προκύπτει ότι ασκούσαν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα. Ομοίως για το δεύτερο εναγόμενο, γαμβρό από αδελφή των λοιπών, που ούτε ως μέτοχος ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου συμμετείχε στην εταιρεία και ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του ΓΕΑ, δεν αποδείχθηκε ότι είχε σχέση με τις δραστηριότητες της πρώτης εναγόμενης. Η παραμονή τους στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης και η ενασχόλησή τους με τις εταιρικές εργασίες με την εκτέλεση διαχειριστικών πράξεων, δεν αρκεί για να τους αποδοθεί η ιδιότητα εργοδότη, καθόσον νομίμως οι τρίτος και τέταρτος εκ των εναγομένων ασκούσαν επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τη μορφή ανωνύμου εταιρείας και δικαιολογημένα τους παρείχε τη βοήθειά του ο δεύτερος, γαμβρός τους. Άλλωστε τούτο συνομολογείται έμμεσα και από τους ενάγοντες, αφού όλως αντιφατικά ενάγουν τους δεύτερο έως και τέταρτο παράλληλα προς την εταιρεία ……….., χωρίς να δικαιολογούν την μεταξύ των σχέση, αφού αν οι ίδιοι ατομικά ασκούσαν επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε δεν ασκούσε τέτοια δραστηριότητα και η πρώτη εναγομένη εταιρεία παρά μόνο εικονικά, που δεν δικαιολογεί την ιδιότητά της ως εναγομένης”. Με βάση αυτές τις παραδοχές (και επί πλέον παραδοχές που αφορούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των εναγόντων από την πρώτη εναγομένη εργοδότριά τους και τις εντεύθεν οφειλές της προς αυτούς και που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) το εφετείο δέχθηκε τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς όλους τους εναγομένους, και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την ήδη μη διάδικο πρώτη εναγομένη και την απέρριψε στο σύνολό της ως προς τους λοιπούς εναγομένους και ήδη αναιρεσιβλήτους. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ., αφού το γεγονός ότι οι λοιποί, πλην της πρώτης, εναγόμενοι και κυρίως ο δεύτερος εξ αυτών μετείχαν των εργασιών του κέντρου διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο………., ασχολούνταν με τις εταιρικές εργασίες και εκτελούσαν διαχειριστικές πράξεις, το οποίο (γεγονός) δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του κατά τ’ ανωτέρω, δεν συνεπαγόταν χωρίς άλλο την εργοδοτική ιδιότητα αυτών. Εξάλλου το εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη συνδρομής στο πρόσωπο των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου εναγομένων της ιδιότητας του εργοδότη των εναγόντων. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητώς αναφέρεται ότι η ένδικη σύμβαση καταρτίσθηκε κατ’ αρχάς προφορικά στην Αθήνα μεταξύ των εναγόντων και του Κ. Γ., στον οποίο η πρώτη εναγομένη δια των νομίμων εκπροσώπων της είχε αναθέσει τη διεύθυνση της μουσικής σκηνής και ενεργούσε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της, στη συνέχεια δε εγγράφως στη Σάμο. Το ότι δεν αναφέρθηκε το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που συνυπέγραψαν τις έγγραφες συμβάσεις εκ μέρους της πρώτης εναγομένης δεν συνιστά ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλομένης, αφού κατά τις αιτιολογίες αυτές οι ένδικες συμβάσεις είχαν ήδη καταρτισθεί προφορικά στην Αθήνα μεταξύ των εναγόντων και του Κ. Γ., ως εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, πριν από τη γραπτή αποτύπωσή τους, στο γεγονός δε αυτό στήριξαν οι ίδιοι οι ενάγοντες (αλλά και το εφετείο) την αμφισβητηθείσα από τους εναγομένους κατά τόπο αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εξάλλου δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα των αιτιολογιών της προσβαλλομένης να αναφέρεται σ’ αυτές σε ποιες ακριβώς εργασίες του κέντρου διασκεδάσεως συμμετείχαν οι λοιποί πλην της πρώτης εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι και κυρίως ο πρώτος από αυτούς, πόσο ακριβώς διαρκούσε η παραμονή τους σ’ αυτό και αν ήταν σε καθημερινή βάση και διαρκούσε για ολόκληρο το ωράριο λειτουργίας του ούτε σε τι συνίστατο η ενασχόληση των αναιρεσιβλήτων και κυρίως του πρώτου από αυτούς με τις εταιρικές εργασίες ούτε να εξηγείται για ποιο ακριβώς λόγο ήταν δικαιολογημένη η βοήθεια που παρείχε στην εταιρεία ο πρώτος αναιρεσίβλητος (αν και τούτο εξηγείται με την επίκληση της συγγενικής του σχέσης προς τους λοιπούς) και αν η βοήθεια αυτή παρεχόταν με αντάλλαγμα και ποιο. Τέλος η επίκληση αντιφάσεων ως προς το είδος της σχέσης του πρώτου αναιρεσιβλήτου με τις δραστηριότητες της ήδη μη διαδίκου πρώτης εναγομένης είναι χωρίς έννομη επιρροή διότι το ζήτημα αυτό δεν είναι ουσιώδες για την έκβαση της δίκης, αφού ουσιώδες εν προκειμένω είναι ποιος είχε την ιδιότητα του εργοδότη και όχι ποιος ασχολούνταν με τις εταιρικές εργασίες.

Συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ., αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Οι λοιπές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον ίδιο λόγο αναίρεσης είναι απαράδεκτες διότι συνιστούν ανεπίτρεπτες αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Ως πράγματα κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται αν δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό τους ότι με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους, τις οποίες είχαν συνάψει με τους εναγομένους, είχαν ρητά και ειδικά συμφωνήσει ότι όλοι οι εναγόμενοι θα είναι εις ολόκληρον υπεύθυνοι για την καταβολή των αποδοχών τους καθώς και για οποιαδήποτε απαίτησή τους ήθελε προκύψει κατά την εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών, η λήψη υπόψη του οποίου θα είχε ως συνέπεια την παραδοχή της αγωγής τους και ως προς τους λοιπούς (πλην της πρώτης) εναγομένους, ανεξάρτητα από την παραδοχή ή όχι της εργοδοτικής τους ιδιότητας.

Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι βάλλει κατά των ανέλεγκτων αναιρετικά κρίσεων της προσβαλλόμενης αναφορικά με την όπως ισχυρίζονται συμφωνία τους με τους αναιρεσίβλητους να είναι και αυτοί σε ολόκληρο υπεύθυνοι για την καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών τους. Το δικαστήριο εν προκειμένω, έλαβε μεν υπόψη του τους κρίσιμους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, όμως τους απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά για ουσιαστική αιτία, όπως προκύπτει από τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου, από την παραδεκτή επισκόπηση της από 22-2-2006 αγωγής των ήδη αναιρεσειόντων προκύπτει ότι με αυτήν οι τελευταίοι είχαν ισχυρισθεί, πλην των άλλων, και τα εξής κατά λέξη: “Ειδικά, τέλος, συμφωνήσαμε ότι οι εναγόμενοι θα είναι εις ολόκληρον υπεύθυνοι απέναντί μας για την καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών μας, καθώς και για οποιαδήπτε απαίτησή μας ήθελε προκύψει κατά την εκτέλεση των συμβάσεών μας αυτών”. Τον ουσιώδη αυτό ισχυρισμό, που αποτελούσε επί πλέον βάση της αγωγής ως προς την ευθύνη των λοιπών, πλην της πρώτης, εναγομένων (άρθρα 361, 481 Α.Κ.), ανεξάρτητα από την εργοδοτική τους ιδιότητα, δεν έλαβε υπόψη το εφετείο, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, ο ανωτέρω (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως ήταν βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός.|

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης παρέχεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νομίμως προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 295/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα εξής φύλλα τοπικών εφημερίδων της Σάμου: α) …30-10-2004 της εφημερίδας με τον τίτλο “…”, β) 247/8-11-2004 της εφημερίδας με τον τίτλο …….. και γ) 2024/1-11-2004 της εφημερίδας με τον τίτλο …………, από τα οποία προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι ήταν ιδιοκτήτες του κέντρου διασκέδασης “…” και τα οποία αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού τους ότι οι λοιποί πλην της πρώτης εναγόμενοι ήταν εργοδότες τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από τη γενική μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και από “τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων” σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-7-2013 αίτηση για αναίρεση της 1662/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιουνίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Αυγούστου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: www.taxheaven.gr

Αφήστε μια απάντηση