Αλήθειες και μύθοι για ένα ενδεχόμενο «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων

/
Ημερομηνία18 Απρ 2016
/

Σε καταστολή παραμένουν οι τράπεζες περίπου οκτώ μήνες μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου και πέντε μήνες μετά την ολοκλήρωση της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης. Για άλλη μια φορά, την τελευταία 6ετία, επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία: η Ελλάδα υπογράφει μια συμφωνία με τους εταίρους, ελάχιστα ή τίποτα από τα συμφωνηθέντα υλοποιούνται, η ανησυχία και η αβεβαιότητα επιστρέφουν και η οικονομία διολισθαίνει χαμηλότερα.

Οκτώ μήνες μετά την υπογραφή του νέου μνημονίου, μετά την εξοντωτική «διαπραγμάτευση» του 2015, η παρατεταμένη, πολύμηνη νέα διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση και η αδυναμία συμφωνίας επαναφέρουν την ανησυχία για την οικονομία και τις τράπεζες. Ετσι, έπειτα από μια ανάπαυλα λίγων μηνών, οι φήμες και οι κουβέντες για τον κίνδυνο «κουρέματος» των καταθέσεων επιστρέφουν, με τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις κυβερνητικών και άλλων οικονομικών παραγόντων περισσότερο να ενισχύουν την ανησυχία παρά να καθησυχάζουν.

Οι αλλαγές

Πλέον το «κούρεμα» καταθέσεων δεν αποτελεί μια θεωρητική απειλή αλλά έναν ορατό κίνδυνο, καθώς μετά τις νομοθετικές αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν μια τράπεζα χρειαστεί κρατική βοήθεια η ζημιά θα επιμεριστεί σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των καταθετών.

Επιτελικά στελέχη τραπεζών υπογραμμίζουν στην «Κ» ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τις εγχώριες τράπεζες, οι οποίες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί πολύ πρόσφατα και σήμερα διαθέτουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην Ευρώπη. Ομως ακριβώς όπως και με τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, η επιτυχία τους εξαρτάται από την πορεία της οικονομίας. Αν η οικονομία σταθεροποιηθεί και επιστρέψει, επιτέλους, σε πορεία ανάπτυξης τότε πραγματικά δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος «κουρέματος» καταθέσεων και οι εγχώριες τράπεζες θα είναι υπερκεφαλαιοποιημένες.

Αν όμως η οικονομία παραμείνει σε ύφεση, και πολύ περισσότερο αν οι συνθήκες επιδεινωθούν, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια –που σήμερα ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ– θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο εξανεμίζοντας γρήγορα και τα κεφάλαια της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης (ακριβώς όπως έγινε με τις προηγούμενες). Σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή αν οι τράπεζες χρειαστούν νέα κεφάλαια, τότε το «κούρεμα» των καταθέσεων θα είναι βέβαιο. Μέχρι στιγμής, η πορεία της οικονομίας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Το αντίθετο. Σύμφωνα με το νέο μνημόνιο, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 2015, τον περασμένο Φεβρουάριο θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, ενώ η πρώτη θεωρητικά έπρεπε να είχε κλείσει τον περασμένο Νοέμβριο. Αν αυτό είχε γίνει τότε από το τέλος του 2015 η χώρα θα είχε λάβει χρηματοδότηση (1η δόση) 5,8 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 2 δισ. ευρώ ήταν για την αποπληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα (σήμερα ξεπερνούν τα 5,4 δισ. ευρώ).

Η αλληλουχία

Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας έχει περιγράψει την αλληλουχία θετικών εξελίξεων που θα ενεργοποιήσει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης: θα απομακρύνει την αβεβαιότητα, θα βελτιώσει δραστικά το κλίμα εμπιστοσύνης, θα καταστήσει και πάλι τα ελληνικά ομόλογα αποδεκτά από την ΕΚΤ για να χορηγεί ρευστότητα στις εγχώριες τράπεζες, θα ανοίξει τον δρόμο για τη συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα επιταχύνει τις διαδικασίες για την απόσυρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Αν είχαν γίνει όλα αυτά τότε η οικονομία θα είχε σταθεροποιηθεί από τις αρχές του 2016 και είναι πιθανό να είχαμε ήδη επιστρέψει σε ανοδική πορεία από το δεύτερο τρίμηνο. Η Ηλεκτρονική Αθηνών, όπως και πολλές δεκάδες μικρότερες επιχειρήσεις ίσως είχαν αποφύγει το «λουκέτο».

Ωστόσο τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, όλα είναι στον αέρα. Και αν δεν έχουμε συμφωνία, τότε οι επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι δραματικές.

 

 

Πηγή: www.kathimerini.gr

Αφήστε μια απάντηση